μεγαλόφωνα

μεγαλόφωνα
μεγαλόφωνος
loudvoiced
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανιάχω — ἀνιάχω (Α) [ιάχω] 1. κραυγάζω δυνατά 2. ανακηρύσσω, επαινώ μεγαλόφωνα 3. απαντώ μεγαλόφωνα …   Dictionary of Greek

  • φωνάζω — ΝΜ, και στον Ερωτόκρ. φωνιάζω Ν εκβάλλω ισχυρή φωνή, κραυγάζω νεοελλ. 1. λέω κάτι με δυνατή φωνή, μιλώ μεγαλόφωνα («μού φώναξε να πάω κοντά του») 2. καλώ κάποιον μεγαλόφωνα («βγήκα στο μπαλκόνι και φώναξα το παιδί») 3. προσκαλώ («αν και είναι… …   Dictionary of Greek

  • φωναχτός — ή, ό, Ν [φωνάζω] 1. αυτός που λέγεται μεγαλόφωνα 2. μτφ. αυτός που τά λέει όλα, αποκαλυπτικός. επίρρ... φωναχτά Ν με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα …   Dictionary of Greek

  • φωνάζω — φώναξα, μτβ. και αμτβ. 1. μιλώ μεγαλόφωνα, μιλώ δυνατά, κραυγάζω, βγάζω κραυγή, ξεφωνίζω: Μας ξεκούφανες έτσι που φωνάζεις. 2. καλώ κάποιον μεγαλόφωνα, προσκαλώ, καλώ: Πήγε να φωνάξει το γιατρό. 3. καλώ κάποιον ονομαστικά: Τους φώναξε όλους ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοώ — (Ι) ( άω) (AM βοῶ, άω) 1. κραυγάζω, φωνάζω 2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος 3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ όψιν νεοελλ. φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» αν δεν καταβληθεί… …   Dictionary of Greek

  • αγάστονος — ἀγάστονος, ον (Α) 1. (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, παταγώδης 2. μτφ. αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα * + στόνος < στένω] …   Dictionary of Greek

  • αδροσυντυχαίνω — (στην Κύπρο) μιλώ μεγαλόφωνα ή αυστηρά, οργισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρὸς + συντυχαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αδροσύντυχος — η, ο (στην Κύπρο) αυτός που μιλά μεγαλόφωνα ή οργισμένα, αυστηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδροσυντυχαίνω. ΠΑΡ. αδροσυντυχιά] …   Dictionary of Greek

  • αναθρηνώ — ( έω) (Α ἀναθρηνῶ) θρηνώ μεγαλόφωνα, θρηνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θρηνῶ] …   Dictionary of Greek

  • ανακάλεμα — και κάλεσμα ή κάλημα, το 1. το να καλεί κανείς κάποιον μεγαλόφωνα, φωναχτά 2. αναγγελία, διακήρυξη 3. θρήνος, οδυρμός, μοιρολόι 4. επίκληση όρκου, υποσχέσεως ή ομολογίας 5. ανάμνηση, αναπόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανακάλεμα < ανακαλώ. Οι τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”